Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaviolàncio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,avjoˈlanʧo] 1 πέσιμο με αλεξίπτωτο 2 ρίξιμο με αλεξίπτωτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |