Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavulsióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [avulˈsjone] 1 αποχωρισμός 2 απόσπαση 3 αποκοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |