Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvantaggiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [avvantadˈʤare] 1 ευεργετούμαι 2 χρησιμεύω ή δίνω κέρδος 3 ωφελώ 4 ευνοώ 5 ευεργετώ avvantaggiàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [avvantadˈʤarsi] παίρνω το πλεονέκτημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |