Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvaloraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avvaloraˈmento]

1 ενίσχυση
2 επιβεβαίωση
3 ενδυνάμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvallatura avvalorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avulsione (θηλ.ουσ)
avvalersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallamento (ουσ αρσ )
avvallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallatura (θηλ.ουσ)
avvaloramento (ουσ αρσ )
avvalorare (ρ. μτβ.)
avvalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvampamento (ουσ αρσ )
avvampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avvantaggiare (ρ. μτβ.)
avvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedutezza (θηλ.ουσ)
avveduto (επίθ.)
avvelenamento (ουσ αρσ )
avvelenare (ρ. μτβ.)
avvelenarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
avvelenato (επίθ.)
avvelenatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---