avvallaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [avvallaˈmento]
1 καθίζηση
2 κατολίσθηση
3 κατακάθι
4 κοιλότητα
5 βούλιαγμα
6 κατακρήμνιση
7 κατρακύλα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [avvallaˈmento]
1 καθίζηση
2 κατολίσθηση
3 κατακάθι
4 κοιλότητα
5 βούλιαγμα
6 κατακρήμνιση
7 κατρακύλα
permalink
avvallamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android