Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈvɔrjo]

το φίλντισι, το ελεφαντόδοντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avocazione avulsione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avito (επίθ.)
avo (ουσ αρσ )
avocado (ουσ αρσ )
avocare (ρ. μτβ.)
avocazione (θηλ.ουσ)
avorio (αρσ. επίθ και ουσ)
avulsione (θηλ.ουσ)
avvalersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallamento (ουσ αρσ )
avvallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallatura (θηλ.ουσ)
avvaloramento (ουσ αρσ )
avvalorare (ρ. μτβ.)
avvalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvampamento (ουσ αρσ )
avvampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avvantaggiare (ρ. μτβ.)
avvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedutezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---