Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈavo]

1 πρόγονος
2 παππούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avito avocado  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gli avi [αρσ. πλυθ.] = οι παππούδες [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aviotrasportare (ρ. μτβ.)
aviotrasportato (επίθ.)
aviotrasporto (ουσ αρσ )
avitaminosi (θηλ.ουσ)
avito (επίθ.)
avo (ουσ αρσ )
avocado (ουσ αρσ )
avocare (ρ. μτβ.)
avocazione (θηλ.ουσ)
avorio (αρσ. επίθ και ουσ)
avulsione (θηλ.ουσ)
avvalersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallamento (ουσ αρσ )
avvallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallatura (θηλ.ουσ)
avvaloramento (ουσ αρσ )
avvalorare (ρ. μτβ.)
avvalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvampamento (ουσ αρσ )
avvampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---