Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈavo] 1 πρόγονος 2 παππούς permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgli avi [αρσ. πλυθ.] = οι παππούδες [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |