Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aviotrasportàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [avjotrasporˈtato]

αερομεταφερόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aviotrasportare aviotrasporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aviolancio (ουσ αρσ )
aviolinea (θηλ.ουσ)
avioraduno (ουσ αρσ )
aviorimessa (θηλ.ουσ)
aviotrasportare (ρ. μτβ.)
aviotrasportato (επίθ.)
aviotrasporto (ουσ αρσ )
avitaminosi (θηλ.ουσ)
avito (επίθ.)
avo (ουσ αρσ )
avocado (ουσ αρσ )
avocare (ρ. μτβ.)
avocazione (θηλ.ουσ)
avorio (αρσ. επίθ και ουσ)
avulsione (θηλ.ουσ)
avvalersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallamento (ουσ αρσ )
avvallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvallatura (θηλ.ουσ)
avvaloramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---