Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ιταλοελληνικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό
avvallatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά
I.P.A.
:
[avvallaˈtura]
καθίζηση
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< avvallarsi
avvaloramento >>
Sfoglia il dizionario
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
avorio
(αρσ. επίθ και ουσ)
avulsione
(θηλ.ουσ)
avvalersi
(ρ. μ. αμτβ.)
avvallamento
(ουσ αρσ )
avvallarsi
(ρ. μ. αμτβ.)
avvallatura
(θηλ.ουσ)
avvaloramento
(ουσ αρσ )
avvalorare
(ρ. μτβ.)
avvalorarsi
(ρ. μ. αμτβ.)
avvampamento
(ουσ αρσ )
avvampare
(ρ. μτβ. και αμετβ.)
avvantaggiare
(ρ. μτβ.)
avvantaggiarsi
(ρ. μ. αμτβ.)
avvedersi
(ρ. μ. αμτβ.)
avvedutezza
(θηλ.ουσ)
avveduto
(επίθ.)
avvelenamento
(ουσ αρσ )
avvelenare
(ρ. μτβ.)
avvelenarsi
(ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
avvelenato
(επίθ.)
Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis