Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvelenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avveleˈnare]

δηλητηριάζω

avvelenàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avveleˈnarsi]

δηλητηριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvelenamento avvelenato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvantaggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
avvedutezza (θηλ.ουσ)
avveduto (επίθ.)
avvelenamento (ουσ αρσ )
avvelenare (ρ. μτβ.)
avvelenarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
avvelenato (επίθ.)
avvelenatore (ουσ αρσ )
avvenente (επίθ.)
avvenenza (θηλ.ουσ)
avvenimento (ουσ αρσ )
avvenire (ουσ αρσ )
avvenire (ρ.αμτβ.)
avvenirismo (ουσ αρσ )
avvenirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avveniristico (επίθ.)
avventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---