Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avventatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [avventaˈtettsa]

1 ρίσκο
2 αποκοτιά
3 απερισκεψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avventarsi avventato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvenirismo (ουσ αρσ )
avvenirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avveniristico (επίθ.)
avventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventatezza (θηλ.ουσ)
avventato (επίθ.)
avventismo (ουσ αρσ )
avventista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventizio (αρσ. επίθ και ουσ)
avvento (ουσ αρσ )
avventora (θηλ.ουσ)
avventura (θηλ.ουσ)
avventurare (ρ. μτβ.)
avventurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventuratamente (επίρ.)
avventuriera (θηλ.ουσ)
avventuriere (αρσ. επίθ και ουσ)
avventuriero (αρσ. επίθ και ουσ)
avventurismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---