Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avventurièro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [avventuˈrjɛro]

τυχοδιώκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avventuriere avventurismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avventurare (ρ. μτβ.)
avventurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventuratamente (επίρ.)
avventuriera (θηλ.ουσ)
avventuriere (αρσ. επίθ και ουσ)
avventuriero (αρσ. επίθ και ουσ)
avventurismo (ουσ αρσ )
avventurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventuroso (επίθ.)
avverabile (επίθ.)
avveramento (ουσ αρσ )
avverare (ρ. μτβ.)
avverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avverbiale (επίθ.)
avverbio (ουσ αρσ )
avversare (ρ. μτβ.)
avversarsi (ρ.μ. (αντων.))
avversario (ουσ αρσ )
avversario (επίθ.)
avversativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---