Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avversàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [avverˈsarjo]

ο/η αντίπαλος

avversàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [avverˈsarjo]

αντίπαλος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avversarsi avversativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avverbiale (επίθ.)
avverbio (ουσ αρσ )
avversare (ρ. μτβ.)
avversarsi (ρ.μ. (αντων.))
avversario (ουσ αρσ )
avversario (επίθ.)
avversativo (επίθ.)
avversatore (αρσ. επίθ και ουσ)
avversione (θηλ.ουσ)
avversità (θηλ.ουσ)
avverso (επίθ.)
avvertenza (θηλ.ουσ)
avvertibile (επίθ.)
avvertimento (ουσ αρσ )
avvertire (ρ. μτβ.)
avvertitamente (επίρ.)
avvezione (θηλ.ουσ)
avvezzare (ρ. μτβ.)
avvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---