Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avveràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avveˈrare]

1 εκπληρώνω
2 πραγματοποιώ
3 διαβεβαιώνω

avveràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avveˈrarsi]

(sogno, desiderio) επαληθεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avveramento avverbiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avventurismo (ουσ αρσ )
avventurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventuroso (επίθ.)
avverabile (επίθ.)
avveramento (ουσ αρσ )
avverare (ρ. μτβ.)
avverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avverbiale (επίθ.)
avverbio (ουσ αρσ )
avversare (ρ. μτβ.)
avversarsi (ρ.μ. (αντων.))
avversario (ουσ αρσ )
avversario (επίθ.)
avversativo (επίθ.)
avversatore (αρσ. επίθ και ουσ)
avversione (θηλ.ουσ)
avversità (θηλ.ουσ)
avverso (επίθ.)
avvertenza (θηλ.ουσ)
avvertibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---