Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavventuróso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [avventuˈroso], [avventuˈrozo] 1 οδυσσειακός 2 περιπετειώδης 3 μυθιστορηματικός 4 πολυκύμαντος 5 πολυτάραχος 6 ταραχώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |