Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avversità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [avversiˈta]

1 ατυχία
2 αντίθεση
3 εναντιότητα
4 δυσκολία
5 αντιξοότητα
6 διαφορά
7 αναποδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avversione avverso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avversario (ουσ αρσ )
avversario (επίθ.)
avversativo (επίθ.)
avversatore (αρσ. επίθ και ουσ)
avversione (θηλ.ουσ)
avversità (θηλ.ουσ)
avverso (επίθ.)
avvertenza (θηλ.ουσ)
avvertibile (επίθ.)
avvertimento (ουσ αρσ )
avvertire (ρ. μτβ.)
avvertitamente (επίρ.)
avvezione (θηλ.ουσ)
avvezzare (ρ. μτβ.)
avvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvezzo (επίθ.)
avviamento (ουσ αρσ )
avviare (ρ. μτβ.)
avviarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avviato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---