Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avvetˈtsare]

1 εθίζω
2 εκπαιδεύω
3 σκληραγωγώ
4 εξοικειώνομαι
5 προπονώ

avvezzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [avvetˈtsarsi]

1 εξοικειώνομαι
2 εγκλιματίζομαι
3 συνηθίζω
4 προσαρμόζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvezione avvezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvertibile (επίθ.)
avvertimento (ουσ αρσ )
avvertire (ρ. μτβ.)
avvertitamente (επίρ.)
avvezione (θηλ.ουσ)
avvezzare (ρ. μτβ.)
avvezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
avvezzo (επίθ.)
avviamento (ουσ αρσ )
avviare (ρ. μτβ.)
avviarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avviato (επίθ.)
avviatore (ουσ αρσ )
avvicendamento (ουσ αρσ )
avvicendare (ρ. μτβ.)
avvicendarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avvicinabile (επίθ.)
avvicinamento (ουσ αρσ )
avvicinare (ρ. μτβ.)
avvicinarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---