Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avventuràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [avventuˈrare]

1 ριψοκινδυνεύω
2 ρισκάρω

avventuràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [avventuˈrarsi]

1 ρισκάρω
2 ριψοκινδυνεύω
3 αναλαμβάνω επιχείρηση με ρίσκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avventura avventuratamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avventista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventizio (αρσ. επίθ και ουσ)
avvento (ουσ αρσ )
avventora (θηλ.ουσ)
avventura (θηλ.ουσ)
avventurare (ρ. μτβ.)
avventurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventuratamente (επίρ.)
avventuriera (θηλ.ουσ)
avventuriere (αρσ. επίθ και ουσ)
avventuriero (αρσ. επίθ και ουσ)
avventurismo (ουσ αρσ )
avventurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventuroso (επίθ.)
avverabile (επίθ.)
avveramento (ουσ αρσ )
avverare (ρ. μτβ.)
avverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avverbiale (επίθ.)
avverbio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---