Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avˈvɛnto] 1 άνοδος (πχ σε θρόνο) 2 έλευση 3 άφιξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |