Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavventìzio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [avvenˈtittsjo] 1 περιστασιακός 2 ξένος 3 σποραδικός 4 προσωρινός 5 τυχαίος 6 εξωτερικός 7 παρείσακτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |