Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avventìzio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [avvenˈtittsjo]

1 περιστασιακός
2 ξένος
3 σποραδικός
4 προσωρινός
5 τυχαίος
6 εξωτερικός
7 παρείσακτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avventista avvento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventatezza (θηλ.ουσ)
avventato (επίθ.)
avventismo (ουσ αρσ )
avventista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventizio (αρσ. επίθ και ουσ)
avvento (ουσ αρσ )
avventora (θηλ.ουσ)
avventura (θηλ.ουσ)
avventurare (ρ. μτβ.)
avventurarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventuratamente (επίρ.)
avventuriera (θηλ.ουσ)
avventuriere (αρσ. επίθ και ουσ)
avventuriero (αρσ. επίθ και ουσ)
avventurismo (ουσ αρσ )
avventurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventuroso (επίθ.)
avverabile (επίθ.)
avveramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---