Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avvenènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [avveˈnɛnte]

1 ελκυστικός
2 θελκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avvelenatore avvenenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avvelenamento (ουσ αρσ )
avvelenare (ρ. μτβ.)
avvelenarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
avvelenato (επίθ.)
avvelenatore (ουσ αρσ )
avvenente (επίθ.)
avvenenza (θηλ.ουσ)
avvenimento (ουσ αρσ )
avvenire (ουσ αρσ )
avvenire (ρ.αμτβ.)
avvenirismo (ουσ αρσ )
avvenirista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avveniristico (επίθ.)
avventare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
avventarsi (ρ. μ. αμτβ.)
avventatezza (θηλ.ουσ)
avventato (επίθ.)
avventismo (ουσ αρσ )
avventista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avventizio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---