Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavvampaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avvampaˈmento] 1 κάψιμο λαμπερό και με ένταση 2 ξαφνική έκρηξη 3 αναλαμπή 4 πυρπόληση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |