Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aviolanciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [,avjolanˈʧare]

1 ρίχνω με αλεξίπτωτο
2 πέφτω με αλεξίπτωτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aviogetto aviolancio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avido (επίθ.)
aviere (ουσ αρσ )
avifauna (θηλ.ουσ)
avio (επίθ.)
aviogetto (ουσ αρσ )
aviolanciare (ρ. μτβ.)
aviolancio (ουσ αρσ )
aviolinea (θηλ.ουσ)
avioraduno (ουσ αρσ )
aviorimessa (θηλ.ουσ)
aviotrasportare (ρ. μτβ.)
aviotrasportato (επίθ.)
aviotrasporto (ουσ αρσ )
avitaminosi (θηλ.ουσ)
avito (επίθ.)
avo (ουσ αρσ )
avocado (ουσ αρσ )
avocare (ρ. μτβ.)
avocazione (θηλ.ουσ)
avorio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---