Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavidità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [avidiˈta] 1 βουλιμία 2 λαιμαργία 3 δίψα 4 απληστία 5 αδηφαγία 6 αχορτασιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |