Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


avèrla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈvɛrla]

πουλί οικογένειας laniidae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  avere averno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avemaria (θηλ.ουσ)
avena (θηλ.ουσ)
avente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
avere (ουσ αρσ )
avere (ρ. μτβ.)
averla (θηλ.ουσ)
averno (ουσ αρσ )
aviario (ουσ αρσ )
aviario (επίθ.)
aviatore (ουσ αρσ )
aviatorio (επίθ.)
aviatrice (θηλ.ουσ)
aviazione (θηλ.ουσ)
avicolo (επίθ.)
avicoltore (ουσ αρσ )
avicoltura (θηλ.ουσ)
avidità (θηλ.ουσ)
avido (επίθ.)
aviere (ουσ αρσ )
avifauna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---