Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaviàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈvjarjo] πτηνοτροφείο aviàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈvjarjo] 1 των πτηνών 2 αναφερόμενος στα πτηνά 3 πτερωτός 4 πτηναίος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |