Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavanguàrdia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [avanˈgwardja] 1 πρωτοπορία 2 πρώτη γραμμή 3 εμπροσθοφυλακή 4 προφυλακή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |