Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόavampósto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [avamˈposto] 1 προχωρημένο φυλάκιο 2 προφυλακή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |