Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autosìlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtoˈsilo]

πολυώροφο γκαράζ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autoservizio autosnodato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autosalone (ουσ αρσ )
autoscala (θηλ.ουσ)
autoscontro (ουσ αρσ )
autoscuola (θηλ.ουσ)
autoservizio (ουσ αρσ )
autosilo (ουσ αρσ )
autosnodato (ουσ αρσ )
autossidazione (θηλ.ουσ)
autostazione (θηλ.ουσ)
autostello (ουσ αρσ )
autostop (ουσ αρσ )
autostoppista (ουσ αρσ και θηλ.)
autostrada (θηλ.ουσ)
autostradale (επίθ.)
autosufficiente (επίθ.)
autosufficienza (θηλ.ουσ)
autosuggestionabile (επίθ.)
autotelaio (ουσ αρσ )
autotemprante (επίθ.)
autotrapianto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---