Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autosufficiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,awtosuffiˈʧɛnte]

1 βιώσιμος
2 εφαρμόσιμος
3 αυτάρκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autostradale autosufficienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autostello (ουσ αρσ )
autostop (ουσ αρσ )
autostoppista (ουσ αρσ και θηλ.)
autostrada (θηλ.ουσ)
autostradale (επίθ.)
autosufficiente (επίθ.)
autosufficienza (θηλ.ουσ)
autosuggestionabile (επίθ.)
autotelaio (ουσ αρσ )
autotemprante (επίθ.)
autotrapianto (ουσ αρσ )
autotrasformatore (ουσ αρσ )
autotrasportato (επίθ.)
autotrasportatore (ουσ αρσ )
autotrasporto (ουσ αρσ )
autotrenista (ουσ αρσ και θηλ.)
autotreno (ουσ αρσ )
autotrofia (θηλ.ουσ)
autotrofismo (ουσ αρσ )
autotrofo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---