ItalianoGreco


autotrasportatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtotrasportaˈtore]

1 πράκτορας μεταφορών
2 μεταφορέας εμπορευμάτων (με φορτηγά)
3 πρακτορείο μεταφορών
4 φορτηγατζής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---