Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autotrasportato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,awtotrasporˈtato]

κινούμενος ή μεταφερόμενος με αυτοκίνητο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autotrasformatore autotrasportatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autosuggestionabile (επίθ.)
autotelaio (ουσ αρσ )
autotemprante (επίθ.)
autotrapianto (ουσ αρσ )
autotrasformatore (ουσ αρσ )
autotrasportato (επίθ.)
autotrasportatore (ουσ αρσ )
autotrasporto (ουσ αρσ )
autotrenista (ουσ αρσ και θηλ.)
autotreno (ουσ αρσ )
autotrofia (θηλ.ουσ)
autotrofismo (ουσ αρσ )
autotrofo (επίθ.)
autotutela (θηλ.ουσ)
autovaccino (ουσ αρσ )
autoveicolo (ουσ αρσ )
autovelox (ουσ αρσ )
autovettura (θηλ.ουσ)
autrice (θηλ.ουσ)
autunnale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---