Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautoscàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,awtosˈkala] 1 κινητή σκάλα 2 όχημα με σκάλα 3 πυροσβεστικό όχημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |