Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autorizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awtoriddzatˈtsjone]

η εξουσιοδότηση, η έγκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autorizzare autosalone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autorità (θηλ.ουσ)
autoritario (επίθ.)
autoritarismo (ουσ αρσ )
autoritratto (ουσ αρσ )
autorizzare (ρ. μτβ.)
autorizzazione (θηλ.ουσ)
autosalone (ουσ αρσ )
autoscala (θηλ.ουσ)
autoscontro (ουσ αρσ )
autoscuola (θηλ.ουσ)
autoservizio (ουσ αρσ )
autosilo (ουσ αρσ )
autosnodato (ουσ αρσ )
autossidazione (θηλ.ουσ)
autostazione (θηλ.ουσ)
autostello (ουσ αρσ )
autostop (ουσ αρσ )
autostoppista (ουσ αρσ και θηλ.)
autostrada (θηλ.ουσ)
autostradale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---