Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautoritàrio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [awtoriˈtarjo] 1 αυταρχικός 2 δεσποτικός 3 εξουσιαστικός 4 επίσημος 5 απολυταρχικός 6 απαρέγκλιτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |