Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autorévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awtoˈrevole]

1 ο με επιρροή
2 επίσημος
3 απαρέγκλιτος
4 σημαντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autorete autorevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autoreattore (ουσ αρσ )
autoregolazione (θηλ.ουσ)
autoreparto (ουσ αρσ )
autorespiratore (ουσ αρσ )
autorete (θηλ.ουσ)
autorevole (επίθ.)
autorevolezza (θηλ.ουσ)
autorimessa (θηλ.ουσ)
autoriparazione (θηλ.ουσ)
autorità (θηλ.ουσ)
autoritario (επίθ.)
autoritarismo (ουσ αρσ )
autoritratto (ουσ αρσ )
autorizzare (ρ. μτβ.)
autorizzazione (θηλ.ουσ)
autosalone (ουσ αρσ )
autoscala (θηλ.ουσ)
autoscontro (ουσ αρσ )
autoscuola (θηλ.ουσ)
autoservizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---