Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautorità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [awtoriˈta] η εξουσία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle autorità [θηλ. πλυθ. άκλ.] = οι Αρχές [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |