Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautoservìzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,awtoserˈvittsjo] 1 αυτοεξυπηρέτηση 2 συνεργείο λεωφορείων 3 εξυπηρέτηση επιβατών λεωφορείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |