Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assùrdo (επίθ.) àstice (ουσ αρσ )
assùrgere (ρ.αμτβ.) astigmàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
àsta (θηλ.ουσ) astigmatìsmo (ουσ αρσ )
àstaco (ουσ αρσ ) àstilo (επίθ.)
astànte (ουσ αρσ και θηλ.) astinènte (επίθ.)
astànte (επίθ.) astinènza (θηλ.ουσ)
astanterìa (θηλ.ουσ) àstio (ουσ αρσ )
astèmio (ουσ αρσ ) astiosità (θηλ.ουσ)
astèmio (επίθ.) astióso (επίθ.)
astenérsi (ρ. μ. αμτβ.) astìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
astenìa (θηλ.ουσ) astóre (ουσ αρσ )
astènico (αρσ. επίθ και ουσ) astràgalo (ουσ αρσ )
astensióne (θηλ.ουσ) àstrakan, astrakàn (ουσ αρσ )
astensionìsmo (ουσ αρσ ) astràle (επίθ.)
astensionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) astràrre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
astenùto (αρσ. επίθ και ουσ) astràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
àster (ουσ αρσ ) astrattaménte (επίρ.)
astèrgere (ρ. μτβ.) astrattézza (θηλ.ουσ)
astèria (θηλ.ουσ) astrattìsmo (ουσ αρσ )
asterìsco (ουσ αρσ ) astrattìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
asterìsmo (ουσ αρσ ) astrattìsta (επίθ.)
asteròide (ουσ αρσ ) astrattìvo (επίθ.)
astersióne (θηλ.ουσ) astràtto (ουσ αρσ )
astersìvo (επίθ.) astràtto (επίθ.)
asticciòla (θηλ.ουσ) astrazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: