Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arancióne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) arboricoltóre (ουσ αρσ )
aràre (ρ. μτβ.) arboricoltùra (θηλ.ουσ)
aratìvo (επίθ.) arborizzazióne (θηλ.ουσ)
aratóre (αρσ. επίθ και ουσ) arboscèllo (ουσ αρσ )
aratòrio (επίθ.) arbustìvo (επίθ.)
aràtro (ουσ αρσ ) arbùsto (ουσ αρσ )
aratùra (θηλ.ουσ) àrca (θηλ.ουσ)
araucària (θηλ.ουσ) arcade (ουσ αρσ )
arazzerìa (θηλ.ουσ) àrcade (επίθ.)
arazzière (ουσ αρσ ) arcàdia (θηλ.ουσ)
aràzzo (ουσ αρσ ) arcàdico (αρσ. επίθ και ουσ)
arbitràggio (ουσ αρσ ) arcaicità (θηλ.ουσ)
arbitràle (επίθ.) arcàico (ουσ αρσ )
arbitràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) arcàico (επίθ.)
arbitrariaménte (επίρ.) arcaizzàre (ρ.αμτβ.)
arbitràrio (επίθ.) arcàngelo (ουσ αρσ )
arbitràto (αρσ. επίθ και ουσ) arcàno (αρσ. επίθ και ουσ)
arbitratóre (ουσ αρσ ) arcaréccio (ουσ αρσ )
arbìtrio (ουσ αρσ ) arcàta (θηλ.ουσ)
àrbitro (ουσ αρσ ) arcàto (επίθ.)
arbòreo (επίθ.) arcàvolo (ουσ αρσ )
arborescènte (επίθ.) archeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arborescènza (θηλ.ουσ) archéggio (ουσ αρσ )
arboréto (ουσ αρσ ) archeologìa (θηλ.ουσ)
arborìcolo (επίθ.) archeològico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: