Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcàdico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈkadiko]

1 συναισθηματικός
2 αρκαδικός
3 Αρκάδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arcadia arcaicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arbusto (ουσ αρσ )
arca (θηλ.ουσ)
arcade (ουσ αρσ )
arcade (επίθ.)
arcadia (θηλ.ουσ)
arcadico (αρσ. επίθ και ουσ)
arcaicità (θηλ.ουσ)
arcaico (ουσ αρσ )
arcaico (επίθ.)
arcaizzare (ρ.αμτβ.)
arcangelo (ουσ αρσ )
arcano (αρσ. επίθ και ουσ)
arcareccio (ουσ αρσ )
arcata (θηλ.ουσ)
arcato (επίθ.)
arcavolo (ουσ αρσ )
archeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
archeggio (ουσ αρσ )
archeologia (θηλ.ουσ)
archeologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---