Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarcade
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈkejd] 1 συναισθηματικός συγγραφέας 2 μέλος ακαδημίας 3 Αρκάδας àrcade επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈarkade] αρκαδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |