Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arbìtrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈbitrjo]

1 βούληση
2 διάθεση
3 εξουσία
4 δύναμη θέλησης
5 θέληση
6 αποφασιστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arbitratore arbitro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arbitrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arbitrariamente (επίρ.)
arbitrario (επίθ.)
arbitrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arbitratore (ουσ αρσ )
arbitrio (ουσ αρσ )
arbitro (ουσ αρσ )
arboreo (επίθ.)
arborescente (επίθ.)
arborescenza (θηλ.ουσ)
arboreto (ουσ αρσ )
arboricolo (επίθ.)
arboricoltore (ουσ αρσ )
arboricoltura (θηλ.ουσ)
arborizzazione (θηλ.ουσ)
arboscello (ουσ αρσ )
arbustivo (επίθ.)
arbusto (ουσ αρσ )
arca (θηλ.ουσ)
arcade (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---