Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarbìtrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈbitrjo] 1 βούληση 2 διάθεση 3 εξουσία 4 δύναμη θέλησης 5 θέληση 6 αποφασιστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |