Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arboricoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,arborikolˈtore]

1 ανθοκόμος
2 δενδροκαλλιεργητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arboricolo arboricoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arboreo (επίθ.)
arborescente (επίθ.)
arborescenza (θηλ.ουσ)
arboreto (ουσ αρσ )
arboricolo (επίθ.)
arboricoltore (ουσ αρσ )
arboricoltura (θηλ.ουσ)
arborizzazione (θηλ.ουσ)
arboscello (ουσ αρσ )
arbustivo (επίθ.)
arbusto (ουσ αρσ )
arca (θηλ.ουσ)
arcade (ουσ αρσ )
arcade (επίθ.)
arcadia (θηλ.ουσ)
arcadico (αρσ. επίθ και ουσ)
arcaicità (θηλ.ουσ)
arcaico (ουσ αρσ )
arcaico (επίθ.)
arcaizzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---