Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [araˈtore]

1 ζευγίτης
2 οργωτής
3 ζευγάς
4 ζευγολάτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arativo aratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aranciera (θηλ.ουσ)
arancio (ουσ αρσ )
arancione (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
arare (ρ. μτβ.)
arativo (επίθ.)
aratore (αρσ. επίθ και ουσ)
aratorio (επίθ.)
aratro (ουσ αρσ )
aratura (θηλ.ουσ)
araucaria (θηλ.ουσ)
arazzeria (θηλ.ουσ)
arazziere (ουσ αρσ )
arazzo (ουσ αρσ )
arbitraggio (ουσ αρσ )
arbitrale (επίθ.)
arbitrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arbitrariamente (επίρ.)
arbitrario (επίθ.)
arbitrato (αρσ. επίθ και ουσ)
arbitratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---