Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [araˈtore] 1 ζευγίτης 2 οργωτής 3 ζευγάς 4 ζευγολάτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |