Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aràncio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈranʧo]

πορτοκαλιά citrus aurantium


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aranciera arancione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

araldo (ουσ αρσ )
arancia (θηλ.ουσ)
aranciata (θηλ.ουσ)
aranciato (αρσ. επίθ και ουσ)
aranciera (θηλ.ουσ)
arancio (ουσ αρσ )
arancione (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
arare (ρ. μτβ.)
arativo (επίθ.)
aratore (αρσ. επίθ και ουσ)
aratorio (επίθ.)
aratro (ουσ αρσ )
aratura (θηλ.ουσ)
araucaria (θηλ.ουσ)
arazzeria (θηλ.ουσ)
arazziere (ουσ αρσ )
arazzo (ουσ αρσ )
arbitraggio (ουσ αρσ )
arbitrale (επίθ.)
arbitrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---