Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaratìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [araˈtivo] 1 αρόσιμος 2 καλλιεργήσιμος 3 οργώσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |