Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [araˈtura] 1 ζευγάρισμα 2 ζευγάρωμα 3 εποχή οργώματος 4 όργωμα 5 αλέτρισμα 6 άροση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |