Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

anglòfono (αρσ. επίθ και ουσ) angustiàto (επίθ.)
anglosàssone (ουσ αρσ ) angùsto (επίθ.)
anglosàssone (επίθ.) anidrìde (θηλ.ουσ)
angolàre (αρσ. επίθ και ουσ) ànidro (επίθ.)
angolàre (ρ. μτβ.) anìle (ουσ αρσ )
angolàto (επίθ.) anilìna (θηλ.ουσ)
angolazióne (θηλ.ουσ) ànima (θηλ.ουσ)
angolièra (θηλ.ουσ) animalàccio (ουσ αρσ )
àngolo (ουσ αρσ ) animàle (αρσ. επίθ και ουσ)
angolosità (θηλ.ουσ) animalescaménte (επίρ.)
angolóso (επίθ.) animalésco (επίθ.)
angòscia (θηλ.ουσ) animalétto (ουσ αρσ )
angosciàre (ρ. μτβ.) animalità (θηλ.ουσ)
angosciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) animàre (ρ. μτβ.)
angosciàto (επίθ.) animàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
angoscióso (επίθ.) animataménte (επίρ.)
àngue (ουσ αρσ ) animàto (επίθ.)
anguìlla (θηλ.ουσ) animatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
anguillàia (θηλ.ουσ) animazióne (θηλ.ουσ)
anguillésco (επίθ.) animèlla (θηλ.ουσ)
anguinàia (θηλ.ουσ) animìsmo (ουσ αρσ )
angùria (θηλ.ουσ) animìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
angùstia (θηλ.ουσ) animìstico (επίθ.)
angustiàre (ρ. μτβ.) ànimo (ουσ αρσ )
angustiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) ànimo (επιφ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: