Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinfocolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinfokoˈlare]

1 αναρριπίζω
2 ξεσκαλίζω
3 αναθερμαίνω
4 αναμοχλεύω
5 αναζωπυρώνω
6 αναπυρώνω

rinfocolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rinfokoˈlarsi]

αναζωπυρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinfocolamento rinfoderare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinfianco (ουσ αρσ )
rinfierire (ρ.αμτβ.)
rinfilare (ρ. μτβ.)
rinfittire (ρ.αμτβ.)
rinfocolamento (ουσ αρσ )
rinfocolare (ρ. μτβ.)
rinfocolarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfoderare (ρ. μτβ.)
rinfornare (ρ. μτβ.)
rinforzabile (επίθ.)
rinforzamento (ουσ αρσ )
rinforzare (ρ.αμτβ.)
rinforzare (ρ. μτβ.)
rinforzarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinforzato (επίθ.)
rinforzo (ουσ αρσ )
rinfrancare (ρ. μτβ.)
rinfrancarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinfrescamento (ουσ αρσ )
rinfrescante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---